υδροσκόπος

υδροσκόπος
ο гидрогеолог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υδροσκόπος" в других словарях:

  • υδροσκόπος — ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • υδροσκόπος — ο αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις των υπόγειων αποθεμάτων νερού, ο ραβδοσκόπος (όταν χρησιμοποιεί γι αυτό ειδικό μικρό ξύλινο ραβδί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροσκόπου — ὑδρόσκοπος water seeker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροσκοπώ — έω, Α, και μόνον στη μέσ. ὑδροσκοποῡμαι, έομαι, Μ [ὑδροσκόπος] (ενεργ. και μέσ.) ερευνώ το έδαφος για την ανεύρεση υπόγειων αποθεμάτων νερού, είμαι υδροσκόπος αρχ. προφητεύω το μέλλον από τις κινήσεις, τον θόρυβο και την φορά με την οποία… …   Dictionary of Greek

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • οχετάριος — ὀχετάριος, ὁ (Μ) αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τα μέρη κάτω από τα οποία υπάρχει νερό, υδροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κατάλ. άριος, πιθ. απόδοση τού λατ. aquilex] …   Dictionary of Greek

  • υδατοσκόπος — ο, η, Ν υδροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + σκόπος*] …   Dictionary of Greek

  • υδρογνώμονας — ο / ὑδρογνώμων, όνος, ΝΜ αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τους τόπους κάτω από τους οποίους υπάρχει νερό, με σκοπό τη διάνοιξη φρέατος, υδροσκόπος νεοελλ. μετρητής κατανάλωσης νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γνώμων (< γνώμων <… …   Dictionary of Greek

  • υδροσκοπία — η / ὑδροσκοπία, ΝΑ [υδροσκόπος] η αναζήτηση και ο καθορισμός τής θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων (αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον* …   Dictionary of Greek

  • υδροσκοπική — η / ὑδροσκοπική, ΝΜ [υδροσκόπος] (ενν. τέχνη) η τέχνη τού υδροσκόπου, υδροσκοπία …   Dictionary of Greek

  • υδροσκοπικόν — τὸ, Μ [υδροσκόπος] σύγγραμμα ή πραγματεία σχετική με την υδροσκοπική …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»